- πανδαίδαλος
- παν-δαίδαλος, sehr kunstvoll
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανδαίδαλος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. κατεργασμένος με πολύ λεπτή τέχνη, περίτεχνα διακοσμημένος, τεχνικότατος 2. το αρσ. ως ουσ. άριστος τεχνίτης, τέλειος στο είδος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαίδαλος (πρβλ. πολυ δαίδαλος)] … Dictionary of Greek
πανδαίδαλον — πανδαίδαλος richly carved masc acc sg πανδαίδαλος richly carved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek